σπαρτίνα

σπαρτίνα
(I)
και σπαρτίνη, η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια αγρωστώδη τής τάξης ποώδη και περιλαμβάνει 16 περίπου είδη πολυετών ποωδών φυτών που ευδοκιμούν στις παράκτιες περιοχές τής βόρειας και νότιας Αμερικής, τής βόρειας Ευρώπης και τής Αφρικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spartina < σπαρτίνη «σχοινί»].
————————
(II)
η, Ν
ναυτ. μονόπλοκο σχοινί που χρησιμοποιείται στην πρύμνη τών μικρών πλοίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σπαρτίνη, κατά τα θηλ. σε -α (πρβλ. βελόνη: βελόνα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σπάρτινα — σπάρτινος made of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαρτίνας — σπαρτίνᾱς , σπαρτίνη fem acc pl σπαρτίνᾱς , σπαρτίνη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαρτίναι — σπαρτίνᾱͅ , σπαρτίνη fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαρτίναν — σπαρτίνᾱν , σπαρτίνη fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαρτίνη — η, ΝΑ νεοελλ. βοτ. βλ. σπαρτίνα (Ι) αρχ. η σπάρτη*, σχοινί από σπάρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού επιθ. σπάρτινος] …   Dictionary of Greek

  • αλόφιλα ή αλόφυτα — Φυτά χερσαία, δενδρώδη, θαμνώδη ή ποώδη, που φύονται στα αλμυρά εδάφη, δηλαδή στα πλούσια σε χλωριούχο νάτριο, ή σε παραλίες. Γι’ αυτό ονομάζεται αλοφιλία το φαινόμενο της προτίμησης που δείχνουν τα φυτά αυτά για τα αλμυρά εδάφη, τόσο τα… …   Dictionary of Greek

  • στέπα — Παλιά γραφή της λέξης στέππα. Κοινωνία ποωδών φυτών, διαδομένη στις θερμές (ειδικά υποτροπικές) εύκρατες και ψυχρές περιοχές, που έχουν λίγες βροχές. Ο όρος προέρχεται από το ρωσικό stepii, που σημαίνει έρημος, με την έννοια του εδάφους που δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”